Δρ. Φρόσω (Ευφροσύνη) Καλύβα

Δρ. Φρόσω (Ευφροσύνη) Καλύβα

Σάββατο, 05 Οκτωβρίου 2013 01:10

Νοητική καθυστέρηση

 Νοητική Καθυστέρηση—Σύνδρομο Down

 Νοητική Καθυστέρηση

 Η νοητική καθυστέρηση πρέπει να τονιστεί ότι δεν αποτελεί μια συγκεκριμένη και αυτόνομη διαταραχή, αλλά εμφανίζεται ως πρωτεύον ή δευτερεύον σύμπτωμα πολλών άλλων διαταραχών, όπως, ο αυτισμός. Ανάλογα με την βαρύτητα της, η νοητική καθυστέρηση χωρίζεται στις παρακάτω διαβαθμίσεις:

 1)    Ήπια νοητική καθυστέρηση με δείκτη νοημοσύνης από 50-55 έως 70.

2)   Μέτρια νοητική καθυστέρηση με δείκτη νοημοσύνης από 35-40 έως 50-55.

3)   Σοβαρή νοητική καθυστέρηση με δείκτη νοημοσύνης από 20-25 έως 30-35 και

4)   Βαριά νοητική καθυστέρηση με δείκτη νοημοσύνης κάτω 20 ή 25.

 Ο δείκτης νοημοσύνης ή νοητικό πηλίκο υπολογίζεται με βάση τη χρονολογική και τη νοητική ηλικία του παιδιού. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο φυσιολογικός δείκτης νοημοσύνης κυμαίνεται από 70 έως 130 με μέση τιμή το 100. Το ευρύτερα αποδεκτό εργαλείο αξιολόγησης της νοημοσύνης για παιδιά και εφήβους ηλικίας έως 17 ετών είναι το WISC, το οποίο χρησιμοποιούμε και στο κέντρο μας. Ωστόσο, χρησιμοποιούμε και άλλα τεστ για να αξιολογήσουμε τις επιμέρους δεξιότητες που έχει κάθε παιδί και μπορούν να αξιοποιηθούν θεραπευτικά.

Υπάρχουν πάνω από 1.000 γνωστά αίτια που προκαλούν νοητική καθυστέρηση και χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τα οργανικά αίτια και συνδέεται συνήθως με τις πιο βαριές μορφές καθυστέρησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες, έκφραση των οποίων είναι το σύνδρομο Down. Η δεύτερη ομάδα αιτίων περιλαμβάνει περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η πολιτισμική και κοινωνική θέση της οικογένειας και συνδέεται με πιο ήπιες μορφές νοητικής καθυστέρησης. Το ποσοστό των ατόμων με νοητική καθυστέρηση ανέρχεται περίπου σε 1 έως 3% του γενικού πληθυσμού.

 Σύνδρομο Down

 Το σύνδρομο Downείναι η πιο κοινά αποδεκτή αιτία της νοητικής καθυστέρησης. Όπως υποδηλώνει και η χρήση του όρου σύνδρομο, αποτελεί ένα σύνολο από κοινά χαρακτηριστικά που εμφανίζονται και στο σωματικό επίπεδο και οφείλεται στη δημιουργία ενός επιπλέον χρωμοσώματος στο 21ο ζευγάρι. Η εμφάνιση του συνδρόμου Downείναι περίπου 1:770 παιδιά και εμφανίζεται κυρίως σε κυήσεις που οι μητέρες είναι ηλικίας άνω των 35 ετών. Η διάγνωση μπορεί να γίνει είτε προγεννητικά με ειδικές εξετάσεις, είτε αμέσως μετά τη γέννα, εξαιτίας των εμφανών χαρακτηριστικών του προσώπου.

 Αρκετά παιδιά με σύνδρομο Downέχουν πρόβλημα στην όραση, αλλά λόγω της μικρής «γέφυρας» της μύτης δεν μπορούν να στερεώσουν τα γυαλιά τους. Είναι επιρρεπή σε κρυώματα και μολύνσεις και αρκετές φορές παρουσιάζουν απώλεια ή μείωση της ακοής, εξαιτίας χρόνιας ωτίτιδας. Δεδομένου ότι η γλώσσα του παιδιού είναι συχνά μεγαλύτερη δεν μπορεί να την κρατήσει μέσα στο στόμα και αυτό επηρεάζει την αναπνοή και την άρθρωση και κατά συνέπεια δημιουργεί προβλήματα στην ομιλία. Επειδή ο μυϊκός τους τόνος είναι πιο χαλαρός από των άλλων παιδιών, μπορεί να δυσκολεύονται στο βάδισμα, στο πήδημα, στο τρέξιμο και επομένως στη συμμετοχή σε ομαδικά κινητικά παιχνίδια. Μερικά παιδιά με σύνδρομο Downέχουν πιο κοντά και αδύνατα δάχτυλα, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν προβλήματα στις λεπτές κινητικές δεξιότητες. Τέλος, επειδή τα περισσότερα παιδιά με σύνδρομο Downέχουν εξαιρετικά μεγάλη όρεξη, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για να μην αντιμετωπίσουν προβλήματα με το βάρος τους.

 

Τετάρτη, 03 Φεβρουαρίου 2016 18:53

Νευροϊνωμάτωση τύπου 1

Νευροϊνωμάτωση τύπου 1
 
H νευροϊνωμάτωση τύπου 1 είναι μια αυτοσωματική κυρίαρχη διαταραχή με συχνότητα περίπου 1 στις 3.500 γεννήσεις, ενώ οι Evans και συν. αναφέρουν συχνότητα τουλάχιστον 1 στις  2.699 γεννήσεις και ένα ποσοστό επιπολασμού 1 στις 4.560. Αποτελεί την πιο συνήθη μονογονιδιακή διαταραχή που επηρεάζει το ανθρώπινο κεντρικό νευρικό σύστημα και επιφέρει νευρολογικές, μυοσκελετικές, οφθαλμολογικές και δερματικές διαταραχές, καθώς και προδιάθεση για νεοπλασίες. Οι μισές περίπου νέες περιπτώσεις αφορούν σε αυτόματες μεταλλάξεις του γονιδίου της νευροϊνωμίνης. Το γονίδιο της νευροϊνωμάτωσης τύπου 1 είναι κλωνοποιημένο και εντοπίζεται στο χρωμόσωμα 17 (17q 11 .2). 
 
Εστίες με αυξημένο Τ2 σήμα σε μαγνητικές τομογραφίες του εγκεφάλου αναφέρονται στο 50% - 74% των παιδιών με νευροϊνωμάτωση τύπου 1 και εντοπίζονται συχνότερα στα βασικά γάγγλια, την παρεγκεφαλίδα, και το στέλεχος του εγκεφάλου. Η φύση αυτών των εστιών στον εγκέφαλο δεν είναι γνωστή. Ο Legius και οι συνεργάτες του αναφέρουν ότι η παρουσία ή η συγκεκριμένη τοποθεσία των εστιών στις Τ2 ακολουθίες της μαγνητικής τομογραφίας δεν σχετίζεται σημαντικά με το δείκτη νοημοσύνης. Θεωρείται, ωστόσο, ότι οι συγκεκριμένες περιοχές αυξημένου σήματος αντανακλούν γλοιώματα ή κάποια άλλη εγκεφαλική δυσπλασία, αλλά η φύση, η προέλευση και η κλινική σημασία τους δεν είναι ακόμα εντελώς κατανοητές. Επομένως, τις αποκαλούν συνήθως με τον όρο άγνωστα φωτεινά αντικείμενα (UBOs – unidentified bright objects). 
 
Το γονίδιο της νευροϊνωμάτωσης τύπου 1 θεωρείται ότι είναι ένα γονίδιο που καταστέλλει τους όγκους, καθώς παραλλαγές και στα δυο αλληλόμορφα της νευροϊνωμάτωσης τύπου 1 εντοπίζονται σε κακοήθεις όγκους που σχετίζονται με τη νευροϊνωμάτωση τύπου 1 και σε καλοήθεις όγκους όπως τα νευρινώματα. Οι επιδράσεις της διαταραχής στην ανώτερη λειτουργία του φλοιού και η σχέση ανάμεσα στις μεταλλάξεις του γονιδίου της νευροϊνωμάτωσης τύπου 1, τις γνωστικές ανεπάρκειες και την ενδοκρανιακή παθολογία είναι πολύ καλά εδραιωμένη.  
 
Η διάγνωση της νευροϊνωμάτωσης τύπου 1 μπορεί να τεθεί εάν ένα άτομο πληρεί δυο ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:
 
α) έξι ή περισσότερες κηλίδες cafe au lait με διάμετρο τουλάχιστον 5 χιλιοστά (εάν το άτομο είναι στην προεφηβική ηλικία) ή με διάμετρο 15 χιλιοστά (εάν το άτομο είναι στη μετεφηβική ηλικία),
 
β) δύο ή περισσότερα νευρινώματα οποιουδήποτε τύπου ή ένα πλεγματοειδές νευρίνωμα,
 
γ) εφηλίδες μασχαλιαίας ή βουβωνικής χώρας,
 
δ) γλοίωμα οπτικού νεύρου,
 
ε) δύο ή περισσότερα οζίδια του Lisch,
 
στ) χαρακτηριστικό οστικό φαινότυπο (δυσπλασία του σφηνοειδούς και λέπτυνση του φλοιού των μακρών οστών με ή χωρίς ψευδάρθρωση)
 
και ζ) έναν συγγενή πρώτου βαθμού με νευροϊνωμάτωση (στις περισσότερες περιπτώσεις η μετάλλαξη προέρχεται από τον πατέρα). 
 
H πλέον συνήθης συνοδή διαταραχή για τα άτομα με νευροϊνωμάτωση τύπου 1 είναι η γνωστική βλάβη, με το 80% περίπου των παιδιών με νευροϊνωμάτωση τύπου 1 να βιώνουν ήπιες έως σοβαρές βλάβες σε μία ή περισσότερες γνωστικές λειτουργίες. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες εκτιμήσεις βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε κλινικά δείγματα και σε σχετικά μικρούς πληθυσμούς και αυτό περιορίζει την ικανότητα γενίκευσης τους στον ευρύτερο πληθυσμό των ατόμων με νευροϊνωμάτωση τύπου 1. Είναι επίσης πιθανό οι καταγεγραμμένες γνωστικές ελλείψεις να συνδέονται με μαθησιακές δυσκολίες ή με άλλες πτυχές των αναπτυξιακών διαταραχών. 
 
Η συσχέτιση μπορεί να μετριαστεί από το γονίδιο της νευροϊνωμάτωσης τύπου 1 (πιο συγκεκριμένα, το νέο αλληλόμορφο GXAlu), που θεωρείται πιθανό να ευθύνεται για την διαταραχή του φάσματος του αυτισμού, αν και οι σχετικές αναφορές είναι αντιφατικές. Δεδομένου ότι οι ασθενείς με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού έχουν 100 έως 190 φορές μεγαλύτερη επικινδυνότητα για νευροϊνωμάτωση τύπου 1 σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, είναι προφανές ότι οι δύο αυτές διαταραχές σχετίζονται και ίσως και να μοιράζονται ένα κοινό, άγνωστο ακόμα αιτιολογικό υπόβαθρο.
Σάββατο, 05 Οκτωβρίου 2013 01:08

Μαθησιακές δυσκολίες

Μαθησιακές Δυσκολίες (Δυσλεξία)

Το παιδί με μαθησιακές δυσκολίες είναι ιδιαίτερα έξυπνο όσο αφορά τις καθημερινές του ασχολίες, αλλά δεν έχει ιδιαίτερα καλή σχολική επίδοση. Ο όρος μαθησιακές δυσκολίες είναι ιδιαίτερα ευρύς και συμπεριλαμβάνει παιδιά με ποικίλα και συχνά αντιφατικά συμπτώματα. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να έχουν ένα ξεχωριστό μαθησιακό πρόβλημα, το οποίο δεν επηρεάζει σχεδόν καθόλου τη ζωή τους ενώ άλλοι άνθρωποι μπορεί να παρουσιάζουν ένα συνδυασμό από μαθησιακές δυσκολίες, που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ακαδημαϊκή τους πορεία. Αν και οι μαθησιακές δυσκολίες εμφανίζονται σε πολύ μικρή ηλικία, η διάγνωση γίνεται συνήθως όταν το παιδί πάει στο σχολείο και δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που προκύπτουν. Οι μαθησιακές δυσκολίες εμφανίζονται στο 8-10% του ελληνικού πληθυσμού και η μέση ηλικία διάγνωσης είναι η τρίτη δημοτικού.

Τα συμπτώματα που εμφανίζουν συνήθως το παιδί με μαθησιακές δυσκολίες είναι τα παρακάτω:

 1)    Διαβάζει αργά και συλλαβιστά χωρίς να χρωματίζει τη φωνή του, ενώ συχνά παραλείπει λέξεις ή μέρη λέξεων και αντιστρέφει γράμματα. Δεν σταματάει στις τελείες και τα κόμματα και χάνει συχνά τη σειρά στο βιβλίο. Δεν καταλαβαίνει τι διαβάζει, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να απαντήσει σε σχετικές ερωτήσεις και να δυσκολεύεται να αποστηθίσει κομμάτια ενός κειμένου.

2)   Όταν γράφει παραλείπει, προσθέτει, ή αντιστρέφει γράμματα και συλλαβές, ενώ πολλές φορές ενώνει τις λέξεις μεταξύ τους. Τα γράμματα είναι συχνά δυσανάγνωστα και λείπουν συνήθως οι τόνοι και τα υπόλοιπα σημεία στίξης. Γράφει με αργό ρυθμό και δυσκολεύεται να παρακολουθήσει την υπαγόρευση ενός κειμένου.

3)   Κάνει πολλά ορθογραφικά λάθη (π.χ., κατάληξη ρήματος σε ο, ενώ εάν τον ρωτήσεις τον αντίστοιχο κανόνα της γραμματικής τον γνωρίζει). Μπορεί να γράψει την ίδια λέξη - με διαφορετικούς τρόπους κάθε φορά - ακόμα και μέσα στην ίδια παράγραφο, και ενώ του έχει επισημανθεί προηγουμένως το λάθος του.

4)   Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες είναι συνήθως αρκετά ακατάστατα (όπως ακριβώς και το γραπτό τους) και στην καθημερινότητά τους, στον τρόπο που ταξινομούν τα πράγματα και στο πως βάζουν σε μία σειρά την σκέψη τους για να εκφράσουν αυτό που θέλουν. Πολύ συχνά δυσκολεύονται να συγκεντρώσουν την προσοχή τους, με αποτέλεσμα να εντείνονται ακόμα περισσότερο οι μαθησιακές τους δυσκολίες. Δυσκολεύονται επίσης στον προσανατολισμό τους μέσα σε ένα χώρο και στο συντονισμό ματιού-χεριού.

5)   Πολλά παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση, η οποία προκύπτει από την συνεχή βίωση σχολικής αποτυχίας και αποτελεί συνήθως σοβαρότερο πρόβλημα και από την ίδια την διαταραχή. Πολλοί γονείς που θεωρούν ότι τα παιδιά τους είναι απλώς «τεμπέλικα»,  και δυσπιστούν για τις προσπάθειες τις οποίες καταβάλλουν, συμβάλλουν ακόμα περισσότερο στην μείωση της αυτοπεποίθησης των παιδιών τους.

Πέμπτη, 03 Οκτωβρίου 2013 13:36

Η φιλοσοφία του κέντρου μας

Ο 'Αρης Τσακίρης και η Φρόσω Καλύβα πιστεύουμε ότι για να μπορέσουν να ξεπεραστούν σε σημαντικό βαθμό οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά πρέπει να εφαρμοστεί μια ολιστική και εκλεκτική προσέγγιση. Αυτό σημαίνει ότι ο λόγος, η κίνηση, το συναίσθημα και η κοινωνικοποίηση πρέπει να θεωρούνται ένα σύνολο και να αντιμετωπίζονται ανάλογα.

Η αξιολόγηση γίνεται με σταθμισμένα εργαλεία (WISC-III, WIPSI, RAVEN, Αθηνά Τεστ, Bender, ADOS-2, KSADS-PL, BISCUIT, M-CHAT, PEABODY, Goodenough-Harris). Αυτό που μας ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να φτιάξουμε ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα διδασκαλίας που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες, τις δυνατότητες και τα ενδιαφέροντα κάθε παιδιού και για το συγκεκριμένο λόγο φτιάχνουμε οι ίδιοι πολλά υλικά με τα οποία δουλεύουμε.

Στόχος μας είναι να περνάει καλά το παιδί στο χώρο μας και να βιώνει την επιτυχία, ενώ υπάρχουν παράλληλα πολύ ξεκάθαρα και αυστηρά όρια. Έτσι αναπτύσσεται η αυτονομία και η αυτοπεποίθηση και όχι η έλλειψη πειθαρχίας. Θεωρούμε επίσης εξαιρετικά σημαντική τη συνεργασία όχι μόνο με την οικογένεια του παιδιού, αλλά και με τους εκπαιδευτικούς του σχολείου όπου φοιτά και με άλλους επαγγελματίες που τυχόν το παρακολουθούν, προκειμένου να υπάρχει μια συνοχή και συνέχεια στη δουλειά που γίνεται.

 

Φιλελλήνων 1 & Βασιλίσσης Όλγας, Θεσ/νίκη,

2310 820583—6945587296

Πέμπτη, 11 Φεβρουαρίου 2016 15:41

Επιστημονικά Άρθρα

Επιστημονικά άρθρα (σε χρονολογική σειρά)

▪ Kalyva, E. (2004). The ‘circle of friends’ as a way to improve communication between children with autism and their peers at school: A preliminary study. Issues in Special Education, 23, 34-43.

 

▪ Avramidis, E., & Kalyva, E. (2004). Understanding “dyslexia”: Cleaning up a messy construct and developing supportive educational environments. Use of English, 56, 25-47.

 

▪ Kalyva, E., & Papageorgiou, V. (2004). Psychology students’ knowledge about autism. Good Autism Practice, 5, 61-67.

 

▪ Kalyva, E., & Avramidis, E. (2005). Improving communication between children with autism and their peers through the ‘circle of friends’. Journal of Applied Research in Intellectual Disabilities, 18, 253-261. (impact factor: 1.385)

 

▪ Avramidis, E., & Kalyva, E. (2007). The influence of teaching experience and professional developmenton Greek teachers’ attitudes towards inclusion.European Journal of Special Needs Education, 22, 367-389.

 

▪ Kalyva, E., Georgiadi, M., & Tsakiris, V. (2007). The attitudes of Greek parents of typically developing primary schoolchildren towards inclusion.European Journal of Special Needs Education, 22, 295-305.

 

▪ Kalyva, E. (2007). Prevalence and influences on self-reported smoking among adolescents with mild learning disabilities, attention deficit hyperactivity disorder and their typically developing peers. Journal of Intellectual Disabilities, 11, 267-279.

 

▪ Kalyva, E., Gojkovic, D., & Tsakiris, V. (2007). Serbian teachers’ attitudes towards inclusion. International Journal of Special Education22, 30-35.

 

▪ Georgiadi, M., Kourkoutas, E., & Kalyva, E. (2007). Inclusion in Europe. Paper published at the proceedings of the Conference “Primary Education and Contemporary Challenges” in Ioannina, pp. 1236-1243.

 

▪ Kalyva, E., Karagianni, P., Tziastas, T., Tsontaki, M., & Hatzialexiadou, E. (2007). The effect of teacher burnout on their perceptions regarding their students’ unwanted behaviours. Paper published at the proceedings of the Conference “Primary Education and Contemporary Challenges” in Ioannina, pp. 1279-1283.

 

▪ Papageorgiou, V., Kalyva, E., Dafoulis, V., & Vostanis, P. (2008). Parent and teacher ratings of hyperactivity and other mental health problems in 6-9 year old Greek children. European Journal of Psychiatry, 22, 200-210. (impact factor: 0.46)

 

▪ Agaliotis, I., & Kalyva, E. (2008). Nonverbal social interaction skills of children with learning disabilities. Research in Developmental Disabilities, 29, 1-10. (impact factor: 3.405)

 

▪ Kalyva, E., & Agaliotis, I. (2009). Can social stories enhance the interpersonal conflict resolution skills of children with LD?Research in Developmental Disabilities, 30, 192-202. (impact factor: 3.405)

 

▪ Kalyva, E. (2009).Comparison of eating attitudes between adolescent girls with and without Asperger syndrome: Daughters' and mothers' reports. Journal of Autism and Developmental Disorders, 39, 480-486. (impact factor: 3.341)

 

▪ Kalyva, E., & Agaliotis, I. (2009). Can contact affect Greek children's understanding of and attitudes towards peers with physical disabilities? European Journal of Special Needs Education, 24, 213-220.

 

▪ Kalyva E. 2010. Special Education: What do Greek Teachers Know about Learning Disabilities, Autism, and Attention-Deficit/Hyperactivity Disorder?. In: JH Stone, M Blouin, editors. International Encyclopedia of Rehabilitation. Available online: http://cirrie.buffalo.edu/encyclopedia/en/article/263/

 

▪ Kalyva, E., Pellizzoni, S., Tavano, A., Iannello, P., & Siegal, M. (2010). Contamination sensitivity in autism, Down syndrome, and typical development. Research in Autism Spectrum Disorders, 4, 43-50. (impact factor: 2.959)

 

▪ Kalyva, E. (2010). Teachers’ perspectives of the sexuality of children with Autism Spectrum Disorders. Research in Autism Spectrum Disorders, 4, 433-437(impact factor: 2.959)

 

▪ Papageorgiou, V., & Kalyva, E. (2010). Self-reported needs and expectations of parents of children with autism spectrum disorders who participate in support groups. Research in Autism Spectrum Disorders, 4, 653-660. (impact factor: 2.959)

 

▪ Kalyva, E. (2010). Mutlirater congruence on the social skills assessment of children with Asperger Syndrome: Self, mother, father, and teacher Ratings. Journal of Autism and Developmental Disorders, 40, 1202-1208. (impact factor: 3.341)

 

▪ Kalyva, E., Malakonaki, E., Eiser, C., & Mamoulakis, D. (2011). Health-Related Quality of Life (HRQOL) of children with type 1 diabetes mellitus (T1DM): Self and parental perceptions. Pediatric Diabetes, 12, 34-40. (impact factor: 2.171)

 

▪ Agaliotis, I., & Kalyva, E. (2011). A survey of Greek general and special education teachers’ perceptions regarding the role of the special needs coordinator: Implications for educational policy on inclusion and teacher education. Teaching and Teacher Education, 27, 543-51. (impact factor: 1.322)

 

▪ Horwath, J., Kalyva, E., & Spyrou, S. (2012). “I want my experiences to make a difference” promoting participation in policy-making and service development by young people who have experienced violence. Children and Youth Services Review, 34, 155-162. (impact factor: 1.269)

 

▪ Dafoulis, V., & Kalyva, E. (2012). Factors associated with behavioral problems in children with idiopathic epilepsy. Epilepsy Research, 100, 104-112(impact factor: 2.302)

 

▪ Georgiadi, M., Kalyva, E., Kourkoutas, E., & Tsakiris, V. (2012). Young children’s attitudes toward peers with intellectual disabilities: Effect of the type of school. Journal of Applied Research in Intellectual Disabilities, 25, 531-541.  (impact factor: 1.385)

▪  Papoutsaki, K., Gena, A., & Kalyva, E. (2013). How do children with mild intellectual disabilities perceive loneliness? Europe’s Journal of Psychology9, 51-61.

▪  Kalyva, E. (2013). Stress in Greek primary schoolteachers working under conditions of financial crisis. Europe’s Journal of Psychology9, 104-112.

▪  Zafeiriou, D., Ververi, A., Dafoulis, V., Kalyva, E., & Variami, E. (2013). Autism Spectrum Disorders: The quest for genetic syndromes. American Journal of Medical Genetics Part B: Neuropsychiatric Genetics122, 327-366. (impact factor: 3.231)

▪ Zafeiriou, D.I,, Ververi, A., Vargiami, E., Kalyva, E., Kyriazi, M., Gioula, G., Gerou, S., Al-Mutawa, H., & Kambouris, M. (2013). Mild phenotype and high-functioning autism in a boy with MECP2 duplication syndrome.European Journal of Paediatric Neurology, 17: Supplement 1, S117-120. (impact factor: 1.93)

▪ Kalyva, E. (2014). Is research on mental health relevant to culture and context? Clinics in Mother and Child Health, 11, 1.

▪ Kalyva, E., Vargiami, E., Kyriazi, M., & Zafeiriou, DI. (2013). Cognitive and executive profile in children with neurofibromatosis type 1. Pediatrics, 76, 414-423.

▪ Kadriu, F., Kelpi, M., & Kalyva, E. (2014). Eating-disordered attitudes in Kosovo school-based populations: Potential risk factors. Procedia-Social and Behavioral Sciences, 114, 382-387.

▪ Kalyva, E., & Melonashi, E. (2014). Reported maternal styles and substance abuse: A cross-sectional study among educated Albanian young adults. Substance Use and Misuse, 49, 654-660. (impact factor: 1.109)

▪ Kalyva, E., & Melonashi, E. (2015). Parental perceptions of health-related quality of life of Albanian children with epilepsy. Health Psychology Research, 3, 22-44.

▪  Kyriazi, M., Vargiami, E., Kalyva, E., & Zafeiriou, D. I. (2015). The influence of motor and vocal tic severity of children’s quality of life. European Journal of Paediatric Neurology, 19, S81..(impact factor: 1.93)

▪  Kalyva, E., Kyriazi, M., Vargiami, E., & Zafeiriou, D.I.(2015). Changes in cognitive performance in children and adolescents with Neurofibromatosis Type 1. European Journal of Paediatric Neurology, 19, S91.

(impact factor: 1.93)

▪  Kalyva, E., Tsakiris, V., Kyriazi, M., Vargiami, E., & Zafeiriou, D. I. (2015). Effective interventions in addressing play deficits in children with autism spectrum disorders. European Journal of Paediatric Neurology, 19, S94. (impact factor: 1.93)

▪ Kalyva, E., Abdul-Rasoul, M., Kehl, D., Barkai, L., & Lukacs, A. (2015). A cross-cultural study on perceived health-related quality of life in children and adolescents with type 1 diabetes mellitus. Journal of Diabetes and Its Complications, doi: 10.1016/j.jdiacomp.2015.12.021 (impact factor: 3.005)

 

▪  Kalyva, E., Kyriazi, M., Vargiami, E., & Zafeiriou, D. I. (2016). A review of co-occurrence of Autism Spectrum Disorder and Tourette Syndrome. Research in Autism Spectrum Disorders, 4, 653-660. (impact factor: 2.959)

Διαταραχή του Φάσματος του Αυτισμού (κλασικός αυτισμός - σύνδρομο Asperger)

Η διαταραχή του φάσματος του αυτισμού χαρακτηρίζεται από έντονες ελλείψεις στην κοινωνική επικοινωνία και στην κοινωνική αλληλεπίδραση σε ποικίλα πλαίσια, καθώς και από περιορισμένα και επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς, ενδιαφερόντων ή δραστηριοτήτων. 

Η σοβαρότητα της διαταραχής του φάσματος του αυτισμού υπολογίζεται πλέον με βάση τις ελλείψεις στην κοινωνική επικοινωνία και τα περιορισμένα και επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς. Τα συμπτώματα εμφανίζονται στα αρχικά αναπτυξιακά στάδια (αν και μπορεί να μην εκδηλωθούν πλήρως μέχρι οι κοινωνικές απαιτήσεις να ξεπεράσουν τις περιορισμένες ικανότητες ή μπορεί και να καλύπτονται από μαθημένες στρατηγικές αντιμετώπισης σε μεταγενέστερα στάδια). 
 
Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένα δεδομένα από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention – CDC), 1 στα 68 παιδιά (14,7% στα 1.000 παιδιά) εμφανίζουν διαταραχή του φάσματος του αυτισμού. Αυτό το ποσοστό επιπολασμού είναι αυξημένο κατά 30% σε σύγκριση με εκείνο του 2012 και αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει στα νέα κριτήρια για τη διαταραχή του φάσματος του αυτισμού που εισήγαγε η αναθεωρημένη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου (Diagnostic and Statistical Manual-V, DSM-V). Υπάρχει πλέον συμφωνία μεταξύ των ερευνητών και των κλινικών ότι τέσσερις διαταραχές που ήταν ξεχωριστές έως τώρα ενώνονται πλέον και αποτελούν μια και μόνη διαταραχή με διαφορετικά επίπεδα σοβαρότητας στους δύο κύριους τομείς που προαναφέρθηκαν. Η διαταραχή του φάσματος του αυτισμού εμπεριέχει πλέον την αυτιστική διαταραχή, το σύνδρομο  Άσπεργκερ, την εκφυλιστική διαταραχή της παιδικής ηλικίας και την διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή μη αλλιώς προσδιοριζόμενη που ορίζονταν στον προηγούμενο DSM-IV (2000) .
 
Η διαταραχή του φάσματος του αυτισμού χαρακτηρίζεται από ελλείψεις στην κοινωνική επικοινωνία και στην κοινωνική αλληλεπίδραση, καθώς και περιορισμένα και επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς, ενδιαφερόντων ή δραστηριοτήτων. Σε περίπτωση που παρατηρούνται ελλείψεις μόνο στον κοινωνικό τομέα, η διάγνωση που δίνεται είναι εκείνη της διαταραχής επικοινωνίας και κοινωνικοποίησης. Η αναλογία αγοριών κοριτσιών είναι 5 προς 1 (ήταν 4 προς 1) και ο μέσος όρος ηλικίας της διάγνωσης είναι τα 4 έτη (ήταν τα 6 έτη) – με κάποια περιστατικά να διαγιγνώσκονται ακόμα και από τα 2 έτη. Σχεδόν τα μισά άτομα που έχουν διαγνωστεί με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού έχουν φυσιολογική ή ανώτερη νοημοσύνη σε σύγκριση με το 30% που υπολογιζόταν πριν από μια δεκαετία. Αυτή η αύξηση στον δείκτη νοημοσύνης προκύπτει από το γεγονός ότι στην διαταραχή του φάσματος του αυτισμού συγκαταλέγονται πλέον και τα παιδιά με σύνδρομο Άσπεργκερ που έχουν υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης. Ο αυτισμός εμφανίζεται συνήθως τα 3 πρώτα χρόνια της ζωής, ενώ έχουν καταγραφεί στην βιβλιογραφία και περιστατικά εκδήλωσης του αυτισμού σε μεγαλύτερες ηλικίες.  Ο αυτισμός είναι ένα φάσμα που έχει πολλές εκφάνσεις με αποτέλεσμα τα παιδιά με αυτισμό να διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, τόσο ως προς τα συμπτώματα που εμφανίζουν όσο και ως προς τη σοβαρότητα των συγκεκριμένων συμπτωμάτων. Η διάγνωση γίνεται συνήθως χρησιμοποιώντας ένα εύρος από σταθμισμένα επιστημονικά εργαλεία όπως το PER-R και A-DOS.

 Οι γονείς ενός παιδιού με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού αναφέρουν συνήθως, ότι ως βρέφος δεν επιζητούσε την αγκαλιά και το βλέμμα του ήταν κάπως απόμακρο. Αρκετοί μάλιστα πίστευαν ότι το παιδί τους είχε πρόβλημα ακοής, επειδή έδειχνε να μην αντιδρά σε θορύβους ή άλλα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Οι ανησυχίες τους αυξήθηκαν κυρίως όταν το παιδί δεν ανέπτυξε καθόλου λόγο ή παρέμεινε στη χρήση απλών λέξεων χωρίς επικοινωνιακή πρόθεση.

Επισημαίνοντας εκ νέου ότι τα συμπτώματα διαφέρουν ως προς το βαθμό εκδήλωσής τους, τα πιο συνηθισμένα και χαρακτηριστικά συμπτώματα της διαταραχής του φάσματος του αυτισμούείναι τα ακόλουθα:

 1)    Το παιδί με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού έχει ανάγκη από ένα σταθερό και αμετάβλητο περιβάλλον. Θέλει τα πράγματα να βρίσκονται σε συγκεκριμένο χώρο με συγκεκριμένη διάταξη και αντιδρά έντονα σε οποιαδήποτε αλλαγή του περιβάλλοντος ή του καθημερινού του προγράμματος.

2)   Παρατηρείται έντονη στερεοτυπία είτε με τη μορφή λικνίσματος μπρος πίσω είτε με τίναγμα των χεριών, είτε με κύκλους που κάνει το παιδί γύρω από τον εαυτό του.

3)   Το παιδί με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού είναι συχνά απομονωμένο και δεν επιζητά την επαφή με άλλους ανθρώπους. Αποφεύγει την βλεμματική επαφή και δεν είναι ιδιαίτερα ανοιχτό σε αγκαλιές και άλλου είδους εκδηλώσεις τρυφερότητας. Τα παιδιά με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού που επιχειρούν να προσεγγίσουν συνομηλίκους τους χρησιμοποιούν συνήθως έναν ιδιόρρυθμο τρόπο, με αποτέλεσμα η προσέγγιση να είναι ανεπιτυχής.

4)  Αρκετά παιδιά με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού δεν κατορθώνουν να αναπτύξουν τον λόγο ενώ αρκετά παιδιά έχουν ιδιοσυγκρασιακό λόγο με επαναλαμβανόμενες λέξεις ή προτάσεις. Πολύ συχνή στα παιδιά με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού είναι και η εμφάνιση της ηχολαλίας (επαναλαμβανόμενες λέξεις ή φράσεις), η οποία γίνεται χωρίς κάποια πρόθεση για επικοινωνία. Το παιδί με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού αποφεύγει συνήθως να ξεκινήσει μία συζήτηση και δυσκολεύεται να διατηρήσει ένα διάλογο και να μοιραστεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Παρουσιάζει επίσης δυσκολίες στην κατανόηση μη-λεκτικών μέσων επικοινωνίας, όπως είναι οι χειρονομίες, οι εκφράσεις του προσώπου και η στάση του σώματος.

5)   Πολλά παιδιά με αυτισμό θεωρείται ότι έχουν ταυτόχρονα και νοητική καθυστέρηση. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι είναι πολύ δύσκολο να αξιολογηθεί η νοητική ανάπτυξη ενός παιδιού που δεν επικοινωνεί καθόλου με το περιβάλλον ή έχει περιορισμένες δυνατότητες επικοινωνίας. Τα παιδιά με σύνδρομο Asperger ή αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας μπορεί να παρουσιάζουν αρκετά από τα παραπάνω συμπτώματα, έχει όμως αποδειχθεί ότι η νοημοσύνη τους είναι μέσα στα κανονικά για την ηλικία τους επίπεδα.

Το βιβλίο της Δρ Ευφροσύνης Καλύβα με τίτλο "Αυτισμός: Εκπαιδευτικές και θεραπευτικές προσγγίσεις" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση έχει πολλές πληροφορίες για την αποτελεσματικότητα προτεινόμενων θεραπειών.

Σάββατο, 05 Οκτωβρίου 2013 01:11

Διάσπαση προσοχής

Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής / Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ)

 Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής / Υπερκινητικότητα παρουσιάζει έξαρση τα τελευταία χρόνια και σύμφωνα με την τελευταία έκδοση των διαγνωστικών κριτηρίων κατά DSΜ-5 εκδηλώνεται με 3 διαφορετικές εκφάνσεις: Α. Σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής, Β. Σύνδρομο υπερκινητικότητας, και Γ. Σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής με υπερκινητικότητα

Τα κύρια συμπτώματα της ΔΕΠΥ ανάλογα με τον τύπο στον οποίο ανήκει το παιδί είναι τα παρακάτω:

Α) Σύνδρομο Ελλειμματικής Προσοχής

1)    Δεν μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του σε λεπτομέρειες με αποτέλεσμα να κάνει πολλά λάθη από απροσεξία στις εργασίες του σχολείου.

2)   Αδυνατεί να ακολουθήσει τις οδηγίες που του δίνουν, χωρίς αυτό να οφείλεται σε αδυναμία κατανόησης των οδηγιών.

3)   Δεν μπορεί να βάλει σε μία τάξη τις εργασίες του και τα καθήκοντα που του αναθέτει κάποιος.

4)   Ακόμα και όταν ασχολείται με κάτι που του αρέσει ή όταν παίζει δυσκολεύεται να διατηρήσει την προσοχή του.

5)   Όταν κάποιος του απευθύνει τον λόγο δίνει την εντύπωση ότι είναι αφηρημένος, ενώ παράλληλα ξεχνά πολλές φορές τις καθημερινές του δραστηριότητες.

6)   Αποσπάται εύκολα η προσοχή του από εξωτερικά ερεθίσματα, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη τη δραστηριοποίησή του σε μία γενική τάξη γεμάτη θορύβους.

7)   Χάνει αντικείμενα τα οποία του είναι απαραίτητα για να αντεπεξέλθει στις εργασίες του, χωρίς να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη σκοπιμότητα.

 Β) Σύνδρομο Υπερκινητικότητας

 1)    Δεν θέλει να μείνει στο ίδιο μέρος για πολύ χρονικό διάστημα και συχνά τρέχει από τη μία πλευρά του δωματίου στην άλλη.

2)   Μιλάει υπερβολικά και γρήγορα χωρίς να περιμένει να του απευθύνει κάποιος τον λόγο ή να ολοκληρώσει την ερώτηση.

3)   Παίζει νευρικά με τα χέρια του, στριφογυρίζει στην θέση του, κουνάει συνεχώς τα πόδια του ή απασχολεί τα χέρια του διαρκώς με αντικείμενα.

4)   Δυσκολεύεται να συμμετέχει σε ομαδικές ή ατομικές δραστηριότητες και να παίξει με ηρεμία. Στα ομαδικά παιχνίδια θέλει να επιβάλει την παρουσία του και δυσκολεύεται να περιμένει την σειρά του. Είναι χαρακτηριστικό ότι συνήθως σπάει και χαλάει τα παιχνίδια του, ακόμα και όταν είναι τα αγαπημένα του.

5)   Κοιμάται πολύ αργά και ξυπνάει νωρίς, αλλά δεν εμφανίζει σημάδια κόπωσης στη διάρκεια της μέρας. Μπορεί για παράδειγμα να ανεβαίνει κάθε μέρα στα έπιπλα και να πηδάει από το ένα στο άλλο.

 Τα παιδιά που έχουν σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής με υπερκινητικότητα παρουσιάζουν συμπτώματα και από το Α) και από το Β). Όπως είναι φυσικό, οι συμπεριφορές που αναφέρθηκαν επηρεάζουν αρνητικά τη διαπροσωπική, τη σχολική, την κοινωνική και την επαγγελματική εικόνα και απόδοση του παιδιού. Πολλά παιδιά με ΔΕΠΥ έχουν μαθησιακές δυσκολίες και χαμηλή αυτοπεποίθηση και οι γονείς τους δηλώνουν συχνά εξαντλημένοι από τη φροντίδα τους.

 

Ομιλήτρια: Δρ Ευφροσύνη Καλύβα

Ημερομηνία: Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Ώρα: 18:30-20:30

Χώρος διεξαγωγής: Κέντρο Έρευνας και Ανάπτυξης Παιδιού και Εφήβου, Φιλελλήνων 01 και Βασιλίσσης Όλγας, 54645, Θεσ/νικη, 6ος όροφος

Το επιμορφωτικό σεμινάριο θα εστιάσει στον ορισμό και την μέτρηση της συναισθηματικής νοημοσύνης σε παιδιά και ενήλικες. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί σε μεθόδους ανάπτυξης της συναισθηματικής νοημοσύνης σε παιδιά και εφήβους ως μέσο επίτευξης συναισθηματικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης και ισορροπίας.

Θα δοθούν βεβαιώσεις παρακολούθησης και υλικό.

Περιορισμένος αριθμός θέσεων. Κράτηση στο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Κόστος συμμετοχής: Γονείς: δωρεάν, Φοιτητές και επαγγελματίες: 15 ευρώ